- ήνυστρο
- Το τέταρτο στομάχι των μηρυκαστικών, στο οποίο πραγματοποιείται η πέψη και δημιουργείται η πυτιά ή γαλιμίδι. Στους Ιππείς του Αριστοφάνη, το ή. αναφέρεται ως αγαπητό φαγητό των αρχαίων Αθηναίων.
* * *το (Α ἤνυστρον)το τέταρτο στομάχι τών μηρυκαστικών, όπου εκκρίνονται τα ένζυμα τού γαστρικού υγρού και σχηματίζεται η πυτίααρχ.(αγαπητό έδεσμα στους Αθηναίους) είδος πατσά («ἤνυστρον βοὸς καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < *Fήνυ-στρον, όπου εμφανίζεται το δηλωτικό οργάνου επίθημα -(σ)τρον (πρβλ. έλκυ-(σ)τρον, ενώ το -υ- πιθ. αναλογικά προς το -υ- τού υ-στέρα. Η λ. συνδέεται με τα νορβ. διαλ. vinstr, αρχ. άνω γερμ. wanast «κοιλιά» και αρχ. ινδ. vanisthu- και ανάγεται σε ΙΕ *wēnes-tro-/ -trā-. Εικάζεται επίσης και μια σχέση τής λ. με το ρ. ανύω «επιτελώ, εκτελώ» — σε αυτή την περίπτωση το αρχικό η- οφείλεται σε ιωνική μακρότητα, ενώ η σημασία τής λ. θα ήταν «το στομάχι που επιτελεί τη λειτουργία τής πέψης»].
Dictionary of Greek. 2013.